βασιλίσκος

βασιλίσκος
(basiliscus). Ερπετό της οικογένειας των ιγουανιδών, της τάξης των λεπιδωτών, διαδεδομένο στην Κεντρική Αμερική, από τον Παναμά μέχρι το νότιο Μεξικό. Σαυροειδές με ατρακτοειδές σώμα, έχει συνολικό μήκος 70-80 εκ., από τα οποία περίπου τα 2/3 είναι η ουρά. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού φέρει ένα είδος χόνδρινου λοφίου, που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο στα αρσενικά. Από εκεί ξεκινά και επεκτείνεται σε όλο το μήκος της ράχης μια πλατιά οστεώδης έκφυση ενισχυμένη με ακτινωτά οστά· μια δεύτερη έκφυση χαμηλότερη από την πρώτη (από τα θηλυκά σχεδόν λείπει) βρίσκεται πάνω από το πρώτο μισό της ουράς. Τα δάχτυλα των τεσσάρων ποδιών φέρουν, εκτός από τα νύχια, διάφορους περιφερικούς λοβούς. Ο β. ζει σχεδόν πάντοτε στα δέντρα, όπου βρίσκει την τροφή του (φυτικές ουσίες και έντομα)· είναι ικανός κολυμβητής, αλλά για σύντομα διαστήματα μπορεί να μετατοπίζεται στο νερό, στηριγμένος μόνο στα πίσω πόδια, τα οποία κινεί με μεγάλη ταχύτητα. Ο β. αναφέρεται σε διάφoρα κείμενα αποκρυφολογίας ως ερπετό με μαγικές ιδιότητες. Για τον λόγο αυτό απασχόλησε πολλούς συγγραφείς παλαιότερων εποχών, ανάμεσα στους οποίους και τον Βολτέρο. Στα νεότερα χρόνια, παρά την ιδιομορφία του, το ερπετό αυτό έχει τελείως απομυθοποιηθεί. Το ερπετό βασιλίσκος ζει κυρίως στην Κεντρική Αμερική· το όνομά του προέρχεται από ένα είδος χόνδρινου λοφίου που έχει στο κεφάλι του και μοιάζει με στέμμα (φωτ. Mariani).
* * *
ο (AM βασιλίσκος) [βασιλεύς]
1. μυθικό δηλητηριώδες φίδι με λοφίο σε σχήμα διαδήματος
2. είδος πτηνού με χρυσό λοφίο
3. μικρός, ασήμαντος βασιλιάς
νεοελλ.
γένος δενδρόβιων σαυρών της Κεντρική Αμερικής
μσν.
κανόνι
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. είδος υποδήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βασιλίσκος — princelet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλίσκω — Βασιλίσκος princelet masc nom/voc/acc dual Βασιλίσκος princelet masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκω — βασιλίσκος princelet masc nom/voc/acc dual βασιλίσκος princelet masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκοι — βασιλίσκος princelet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκον — βασιλίσκος princelet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλίσκου — Βασιλίσκος princelet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκου — βασιλίσκος princelet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλίσκους — Βασιλίσκος princelet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκους — βασιλίσκος princelet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλίσκων — Βασιλίσκος princelet masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”